- υψιβρεμετης
- ὑψιβρεμέτηςὑψι-βρεμέτης-ου adj. m гремящий в вышине
(Ζεύς Hom., Hes., Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Hom., Hes., Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψιβρεμέτης — high thundering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιβρεμέτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ ἄρα τοῑσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλο βρεμέτης] … Dictionary of Greek
ὑψιβρεμέταις — ὑψιβρεμέτης high thundering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιβρεμέτην — ὑψιβρεμέτης high thundering masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιβρεμέτῃ — ὑψιβρεμέτης high thundering masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψιβρεμέτα — ὑψιβρεμέτᾱ , ὑψιβρεμέτης high thundering masc nom/voc/acc dual ὑψιβρεμέτης high thundering masc voc sg ὑψιβρεμέτᾱ , ὑψιβρεμέτης high thundering masc gen sg (doric aeolic) ὑψιβρεμέτης high thundering masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέμω — (Α) Ι. 1. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) ηχώ με πάταγο, βουίζω 2. αντηχώ 3. (για τα όπλα) παράγω κρότο 4. (για ανθρώπους) βρίσκομαι σε έξαψη, μανιάζω II. ( ομαι) 1. κλαίω, θρηνώ 2. (για μουσικό όργανο) αναδίδω ισχυρό ήχο 3. (για ζώα) βρυχιέμαι.… … Dictionary of Greek
υπέρτερος — η, ο / ὑπέρτερος, έρα, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ μτφ. αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει, ανώτερος, υψηλότερος αρχ. 1. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται πιο ψηλά συγκριτικά με άλλον («τὰ δ ὑπέρτερα νέρτερα θήσει Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Αριστοφ.) 2.… … Dictionary of Greek
υψίβρομος — ον, Α ὑψιβρεμέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βρόμος (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλό βρομος] … Dictionary of Greek